- αὐτουργῷ
- αὐτουργόςself-workingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτουργώ — (Α αὐτουργῶ, έω) [αυτουργός] διαπράττω αδίκημα, κυρίως έγκλημα, με τα ίδια μου τα χέρια αρχ. 1. εργάζομαι με τα ίδια μου τα χέρια, είμαι εργάτης 2. εκτελώ, επιτελώ κάτι … Dictionary of Greek
αὐτουργῶ — αὐτουργέω to be an pres subj act 1st sg (attic epic doric) αὐτουργέω to be an pres ind act 1st sg (attic epic doric) αὐτουργός self working masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτούργημα — αὐτούργημα, το (AM) [αυτουργώ] μσν. η κτηματική περιουσία αρχ. η πράξη που έχει γίνει από κάποιον, έργο των ίδιων των χεριών κάποιου … Dictionary of Greek
προσαυτουργώ — έω, Α κάνω κάτι επί πλέον με τα ίδια μου τα χέρια («τοῡ καινόν τι προσαυτουργῆσαι», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐτουργῶ «κάνω κάτι ιδιοχείρως»] … Dictionary of Greek
συναυτουργώ — έω, Μ συμμετέχω στη διάπραξη εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐτουργῶ «διαπράττω αδίκημα, κυρίως έγκλημα» (< αὐτουργός)] … Dictionary of Greek